- μεταχαρακτηρίζω
- μεταχαρακτηρίζω (Α)1. μεταβάλλω τον χαρακτήρα2. μεταβάλλω την ορθογραφία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταχαρακτηρισάντων — μεταχαρακτηρίζω change the orthography aor part act masc/neut gen pl μεταχαρακτηρίζω change the orthography aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχαρακτηρισμός — μεταχαρακτηρισμός, ὁ (Α) [μεταχαρακτηρίζω] μεταβολή τής μορφής ή τού τύπου … Dictionary of Greek